κυνοσόφιο(ν)

κυνοσόφιο(ν)
το (Μ κυνοσόφιον)
στον πληθ. τα κυνοσόφια
ονομασία λαϊκών βιβλίων σχετικών με την ανατροφή τών σκύλων τα οποία ήταν πολύ διαδεδομένα κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)-* + -σόφιον (< σοφία)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνοσοφία — Κοινή ονομασία λαϊκών βιβλίων, τα οποία περιείχαν συμβουλές σχετικά με την ανατροφή των σκύλων. Παρουσίασαν μεγάλη διάδοση κατά τους βυζαντινούς χρόνους. Το γνωστότερο από τα βιβλία του είδους γράφτηκε από τον γιατρό Δημήτριο Πεπαγωμένο, που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”