- κυνοσόφιο(ν)
- το (Μ κυνοσόφιον)στον πληθ. τα κυνοσόφιαονομασία λαϊκών βιβλίων σχετικών με την ανατροφή τών σκύλων τα οποία ήταν πολύ διαδεδομένα κατά τους βυζαντινούς χρόνους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)-* + -σόφιον (< σοφία)].
Dictionary of Greek. 2013.